κασοποιός

κασοποιός
κασοποιός, , ([etym.] κασῆς, κάσσος)
A maker of thick garments, PPetr.2p.108 (iii B.C.), Ostr.1616, al. (ii B.C.):—also [full] κασσοποιός (q.v.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κασοποιός — ο (Α κασοποιός και κασσοποιός) νεοελλ. κατασκευαστής κασών, κασονιών αρχ. πάπ. κατασκευαστής χοντρών μάλλινων φορεμάτων ή υφασμάτων που χρησίμευαν ως σάγματα ή υποσάγματα υποζυγίων, ως τάπητες κ.λπ …   Dictionary of Greek

  • κασσοποιός — ο (Α κασσοποιός) βλ. κασοποιός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”